- ἀγώνισμα
- ἀγώνισμαcontestneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγώνισμα — το (Α ἀγώνισμα) [ἀγωνίζομαι] 1. συναγωνισμός, διαγωνισμός 2. αθλητικός αγώνας, άθλημα αρχ. 1. σύγκρουση, συμπλοκή, μάχη 2. κατόρθωμα, επίτευγμα 3. έπαθλο 4. έκβαση, αποτέλεσμα, συνέπεια 5. ρητορικό γύμνασμα 6. επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται… … Dictionary of Greek
αγώνισμα — το, ατος καθένα από τα διάφορα είδη των αθλητικών αγώνων: Σήμερα θα γίνουν τα αγωνίσματα δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… … Dictionary of Greek
λαμπαδηδρομία — Αγώνισμα μεταφοράς αναμμένης λαμπάδας, το οποίο κατά την αρχαιότητα ήταν διαδεδομένο σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Στην Αθήνα, στις γιορτές των Παναθηναίων, το αγώνισμα αυτό αποτελούσε τιμητικό λειτούργημα, το οποίο οργάνωνε ο γυμνασίαρχος και… … Dictionary of Greek
τἀγώνισμα — ἀγώνισμα , ἀγώνισμα contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγώνισμ' — ἀγώνισμα , ἀγώνισμα contest neut nom/voc/acc sg ἀ̱γώνισμαι , ἀγωνίζομαι contend for a prize perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνισμάτων — ἀγώνισμα contest neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνίσμασι — ἀγώνισμα contest neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνίσμασιν — ἀγώνισμα contest neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνίσματα — ἀγώνισμα contest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)